πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό 1. αυτός που έχει πολλή ύλη, πηχτός, σφιχτός, κρουστός. Πυκνός πληθυσμός. – Πυκνό ύφασμα. 2. μτφ., αδιαπέραστος: Πυκνό σκοτάδι. 3. ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος: Πυκνές ερωτήσεις. 4. πλούσιος, άφθονος, δασύς: Πυκνά φρύδια. – (μτφ.)… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυκνός — πνύξ the Pnyx masc gen sg πυκνός close masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότερον — πυκνός close adverbial comp πυκνός close masc acc comp sg πυκνός close neut nom/voc/acc comp sg πυκνος with pointed bottom adverbial comp πυκνος with pointed bottom masc acc comp sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοτάτων — πυκνός close fem gen superl pl πυκνός close masc/neut gen superl pl πυκνος with pointed bottom fem gen superl pl πυκνος with pointed bottom masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοτέραις — πυκνός close fem dat comp pl πυκνοτέρᾱͅς , πυκνός close fem dat comp pl (attic) πυκνος with pointed bottom fem dat comp pl πυκνοτέρᾱͅς , πυκνος with pointed bottom fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοτέρων — πυκνός close fem gen comp pl πυκνός close masc/neut gen comp pl πυκνος with pointed bottom fem gen comp pl πυκνος with pointed bottom masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότατα — πυκνός close adverbial superl πυκνός close neut nom/voc/acc superl pl πυκνος with pointed bottom adverbial superl πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνότατον — πυκνός close masc acc superl sg πυκνός close neut nom/voc/acc superl sg πυκνος with pointed bottom masc acc superl sg πυκνος with pointed bottom neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοτέρως — πυκνός close adverbial comp πυκνός close masc acc comp pl (doric) πυκνος with pointed bottom masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνά — πυκνός close neut nom/voc/acc pl πυκνά̱ , πυκνός close fem nom/voc/acc dual πυκνά̱ , πυκνός close fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)